σεισμικός

σεισμικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σεισμό ή αυτός που προέρχεται από σεισμό (α. «σεισμικό σύστημα» β. «σεισμική δόνηση» γ. «σεισμικό φαινόμενο»)
2. φρ. α) «σεισμικά κύματα»
γεωλ. καθεμιά από τις ταλαντώσεις που δημιουργούνται από έναν σεισμό, από μια φυσική ή ανθρωπογενή έκρηξη, καθώς και από άλλα φυσικά φαινόμενα, όταν, δηλαδή, απελευθερώνεται απότομα μια μορφή συσσωρευμένης ενέργειας — ελαστικής παραμόρφωσης, χημικής ή βαρυτικής — και τα οποία διαδίδονται στο εσωτερικό τής Γης ή στην επιφάνειά της
β) «σεισμική αναγραφή»
(γεωφ.) η παρουσίαση τών καταγραφών ή σεισμογραμμάτων, τού πλάτους, τής συχνότητας και τής διάρκειας τών σεισμικών κυμάτων, τών ταλαντώσεων που προκαλούνται από τους σεισμούς, τής ηφαιστειακής δραστηριότητας, τών εκρήξεων και άλλων παρόμοιων φαινομένων
γ) «σεισμική έκρηξη»
(γεωφ.-τεχνολ.) τεχνητή ελεγχόμενη έκρηξη που χρησιμοποιείται κατά την εφαρμογή τής σεισμικής μεθόδου έρευνας
δ) «σεισμική επικινδυνότητα»
(γεωφ.) η εκτίμηση τής πιθανότητας κατά πόσο ένας σεισμός εκδηλώνεται γρηγορότερα σε μια περιοχή από ό,τι σε μια άλλη ή, επίσης, τής πιθανότητας εμφάνισής του σε μια δεδομένη περιοχή, σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
ε) «σεισμική ζώνη»
(γεωλ.-γεωφ.) στενή ζώνη τής επιφάνειας τής Γης, κατά μήκος τής οποίας εκδηλώνεται το μεγαλύτερο μέρος τής παγκόσμιας σεισμικής δραστηριότητας και η οποία, κατά την επικρατούσα σήμερα αντίληψη, εκτείνεται κατά μήκος καθεμιάς ζώνης επαφής και συμπίεσης τών λιθοσφαιρικών πλακών στ) «σεισμική μέθοδος έρευνας»
(γεωφ.) μέθοδος έρευνας υποεπιφανειακών δομών τής Γης, κυρίως αυτών που σχετίζονται με τις έρευνες για την ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου, φυσικού αερίου και μετάλλων, μέθοδος τής οποίας η τεχνική βασίζεται στον προσδιορισμό τού χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ τής εκκίνησης ενός ηχητικού κύματος προκαλούμενου με τεχνητή έκρηξη και τής άφιξης ανακλώμενων ή διαθλώμενων ώσεων σε έναν ή περισσότερους φωρατές
ζ) «σεισμική τομή»
(γεωφ.) εγκάρσια τομή τών υποεπιφανειακών δομών τής Γης, η οποία αντιστοιχεί σε ένα επίπεδο οριζόμενο από το σημείο τής σεισμικής έκρηξης, τον φωρατή και τό κέντρο τής Γης, τομή στην οποία παρουσιάζονται τα αποτελέσματα τής σεισμικής έρευνας.
επίρρ...
σεισμικώς Ν
κατά τον τρόπο τών σεισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αἰών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σεισμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σεισμό ή προέρχεται απ αυτόν: Σεισμική δόνηση. – Σεισμικά κύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντισεισμικός — ή, ό αυτός που αντέχει στους σεισμούς ή που αποβλέπει στην πρόληψη καταστροφής από σεισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σεισμικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • σεισμικότητα — η, Ν [σεισμικός] (γεωφ.) το μέτρο τής συχνότητας τών σεισμών σε μια περιοχή, όπως είναι λ.χ. ο αριθμός τών σεισμών ανά έτος σε 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”